Ο Χρήστος Γιανναράς για την Μεταφυσική της Τέχνης σε Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο

22/12/13 by

Όσοι παρακολουθούν το συγγραφικό μου έργο όλα αυτά τα χρόνια γνωρίζουν την αγάπη μου για την τέχνη, θέμα που κατέχει κεντρικό ρόλο στα περισσότερα γραπτά μου. Πρόσφατα εντόπισα μια ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του συγγραφέα και καθηγητή φιλοσοφίας κ. Χρήστο Γιανναρά (με τίτλο “Αν υπάρχει σήμερα Ελληνικότητα στη Τέχνη” που δόθηκε τον Μάρτιο του 2006 στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης) από την οποία και απομαγνητοφώνησα τα κυριότερα σημεία.
Ολόκληρο το βίντεο της τόσο ενδιαφέρουσας αυτής διάλεξης μπορείτε να βρείτε εδώ.

Η Τέχνη ως Γλώσσα
Ότι ονομάζουμε τέχνη, και σας θυμίζω απλώς ότι η λέξη τέχνη βγαίνει από το αρχαίο ρήμα τεύχω, δηλαδή δημιουργώ, είμαι ο τέκτων ενός έργου, ο κατασκευαστής, ο δημιουργός, ο πλάστης. Όταν μιλάμε για τέχνη θα έλεγα προσωπικά ότι μιλάμε για μια γλώσσα, δηλαδή όπως διαμορφώνουμε μια γλώσσα, κάθε ανθρώπινη συλλογικότητα διαμορφώνει ένα κώδικα γλωσσικών σημαινόντων για να μπορέσει να κοινωνεί την εμπειρία της. Η γλώσσα λειτουργεί με βάση τα σύμβολα, με βάση κάποιες ακουστικές εικόνες οι οποίες λειτουργούν ως σύμβολα, και η λέξη σύμβολο βγαίνει από το συμβάλω, βάζω μαζί, σε αντίθεση με το διαβάλω. Συμβάλω, βάζω μαζί, τι βάζω μαζί; Τις επιμέρους προσωπικές εμπειρίες του καθενός έτσι ώστε να μπορούμε να συντονιζόμαστε, να συνεννοούμεθα, να νοούμε το ίδιο πράγμα.
Επιτρέψτε μου ένα πολύ απλοϊκό παράδειγμα. Αν πω εδώ την λέξη πορτοκάλι αμέσως όλοι ανακαλούμε από την προσωπική μας εμπειρία αυτό τον καρπό το οποίο έχει συγκεκριμένο χρώμα, συγκεκριμένο σχήμα, συγκεκριμένη ευωδιά, συγκεκριμένη γεύση και έχουμε εμπειρία αυτού του καρπού, όλοι μας προσωπική. Η λέξη πορτοκάλι μας ανακαλεί στον καθένα αυτή την εμπειρία και ταυτόχρονα συντονίζει, συμβάλει αυτές τις εμπειρίες ώστε να μπορούμε να αναφερόμαστε στο ίδιο αντικείμενο. «Φύσει των ονομάτων ουδέν εστιν, αλλ’ όταν γένηται σύμβολον» λέει ο Αριστοτέλης, από την φύση τους τα ονόματα δεν είναι τίποτα, αλλά όταν γίνουν σύμβολα αρχίζουν πια να λειτουργούν σαν αφορμές κοινωνίας. […]
Οι Έλληνες έλεγαν ότι με αυτό τον τρόπο λειτουργεί και ότι ονομάζουμε νόηση του ανθρώπου. Δηλαδή πάλι πολύ απλά και αφαιρετικά, ξεκινάμε από τις οπτικές εμπειρίες αλλά και γενικά τις εμπειρίες των αισθήσεων. Στην όραση οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μια πολύ μεγάλη έμφαση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες λέξεις που αναφέρονται στην λειτουργία της γνώσης συνδέονται με την λειτουργία της όρασης: μιλάμε για φαινόμενα, μιλάμε για θεωρεία, μιλάμε για ιδέες από το ιδείν, μιλάμε για φαντάσματα το φαντασιακό της ψυχής […]
Λέω την λέξη γάτα, έχουμε δει στην ζωή μας όλοι άπειρες γάτες, αυτές τις επιμέρους, τις συγκεκριμένες γάτες ο νους τις προσλαμβάνει ως εικόνες αλλά αυτή την εικόνα, την εικόνα της κάθε γάτας που βλέπουμε, ο νους έχει την κριτική ικανότητα να αφαιρεί τα περιστατικά και τα περιστασιακά γνωρίσματα της κάθε συγκεκριμένης γάτας έτσι ώστε να κρατήσει μόνο εκείνα τα γνωρίσματα που κάνουν κάθε γάτα να είναι γάτα και να μην είναι σκύλος ή αλεπού ή κάτι άλλο. Αυτή η κριτική ικανότητα του νου κάνει ένα αφαιρετικό έργο […] και κρατιέται στο νου η ιδέα από το ιδείν και γίνεται έννοια η εικόνα εκείνων των γνωρισμάτων που κάνουν κάθε γάτα να είναι γάτα. Δηλαδή εκείνων των γνωρισμάτων με τα οποία η γάτα μετέχει στο είναι, μετέχει στην ύπαρξη, δηλαδή κρατάει ο νους την ουσία της γάτας. Να μια άλλη λέξη πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, η ουσία που βγαίνει από το θηλυκό της μετοχής του ρήματος είναι δηλώνει ακριβώς την μετοχή, τον τρόπο της μετοχής στο είναι, στην ύπαρξη. […]
Ο νους λοιπόν κάνει όλη αυτή την δουλειά την οποία οι Έλληνες είχαν εντοπίσει με τόση ακρίβεια ώστε όταν μετά στην γλώσσα, στην γλώσσα της κοινής συνεννόησης μιλούσαν για την ουσία των πραγμάτων αναφέρονταν ακριβώς σ’ αυτή την αφαιρετική διαδικασία του νου η οποία μας οδηγεί να εντοπίζουμε τον τρόπο της υπάρξεως του κάθε υπαρκτού. […]
Έτσι λειτουργεί η γλώσσα και μέσα από τα σημαίνοντα της γλώσσας μπορούμε να εντοπίσουμε την πραγματικότητα αλλά και να κοινωνήσουμε την εμπειρία της πραγματικότητας. […]
Αλλά η λεκτική γλώσσα, η γλώσσα των λέξεων, η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας είναι ένας από τους τρόπους να κοινωνήσουμε την εμπειρία μας. Από πάρα πολύ νωρίς, οι ανθρωπολόγοι μας λένε ότι υπάρχουν κάποια γνωρίσματα που συνοδεύουν το ανθρώπινο φαινόμενο από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται πάνω στην Γη. Τα γνωρίσματα αυτά είναι η τέχνη, το εργαλείο και η λατρεία δηλαδή η αναφορά στο υπερβατικό. Όταν λέμε ότι η τέχνη είναι μια ανάγκη του ανθρώπου νομίζω ότι ίσως μας βοηθάει να καταλάβουμε, και γι’ αυτό σας έκανα όλη αυτή την πορεία ως εδώ, να καταλάβουμε την τέχνη ως μια γλώσσα -μια πρόταση είναι δεν ισχυρίζομαι ότι είναι η μόνη ούτε αλάθητη- σκεφτείτε τον πρωτόγονο άνθρωπο ο οποίος για να εισαγάγει ένα εργαλείο στη ζωή του, στην κοινωνία των αναγκών και των σχέσεων, πρέπει να του δώσει κάποιο κάλλος, να του αποτυπώσει κάποιο κάλλος, να του κάνει κάποιο σκάλισμα […] δεν υπάρχει εργαλείο που να μπαίνει σε χρήση, νομίζω -μιλάμε για την αρχαϊκή εποχή- που να μην έχει κάποια στοιχειώδη διακόσμηση. Δηλαδή υπάρχει μια απαίτηση αυτό που εισάγετε στην ζωή να έχει ένα στοιχείο κάλλους
Από εκεί και πέρα ίσως μπορούμε να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι η ανάγκη για το κάλλος είναι η ανάγκη για μια γλώσσα που να πει την πραγματικότητα με τρόπο που υπερβαίνει την αντικειμενικότητα, το σύστημα το λεκτικό μέσω των λέξεων.
Γιατί το κάλλος; Τι είναι το κάλλος καταρχήν. Ο μόνος ορισμός που εγώ τουλάχιστον τον έχω βρει σε κείμενα του 5ου μ.Χ. αιώνα […] είναι στις λεγόμενες Αρεοπαγιτικές συγγραφές «ως πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται» δηλαδή κάλλος είναι αυτό που καλεί σε μια σχέση.
Ο Eliade τολμά να αναλύσει την ανάγκη γιατί το εργαλείο πρέπει να έχει κάλλος για να μπει στην ζωή των ανθρώπων. Αυτό χρειάζεται διότι ο άνθρωπος βλέπει πως ότι έχει μορφή υπάρχει, το άμορφο, η διάλυση της μορφής είναι συνδεδεμένη στην εμπειρία της ζωής με τον θάνατο. […] Ίσως γι’ αυτό η αμορφία ήτανε για τον άνθρωπο των πρώτων κοινωνιών μια απειλή. Το άμορφο ήτανε το ανύπαρκτο τελικά. Η αμορφία ήτανε απειλή ανυπαρξίας. Για να υπάρχει κάτι πρέπει να μορφοποιηθεί, να αποκτήσει μορφή. Αυτό το λέω ως μια πρόταση ερμηνείας του κάλλους, αλλά ο άλλος ορισμός τον οποίο ανέφερα από τις Αρεοπαγιτικές συγγραφές μου λύνει περισσότερα προβλήματα. Το κάλλος είναι κλήση, κλήση σε σχέση. Σε πολύ πιο προχωρημένες μορφής καλλιτεχνικής εκφραστικής αυτό μπορώ να το πιστοποιήσω εμπειρικά με πολύ σαφήνεια […] δηλαδή έχω διαβάσει για παράδειγμα δέκα ποιήματα του Καβάφη, και βρίσκω μπροστά μου ένα ενδέκατο, και λέω «αυτό είναι Καβάφης!» […] δηλαδή αυτό το ποίημα με καλεί αμέσως σε μια αμεσότητα σχέσης με μια άλλη ύπαρξη με μοναδικότητα και ανομοιότητα δηλαδή μια απόλυτη ετερότητα. […]
Να επιμείνω σ’ αυτή την γλώσσα αποκάλυψης της ετερότητας δηλαδή της κλίσης σε σχέση που είναι κλίση σε αναγνώριση της ετερότητας διότι πάντοτε αναγνωρίζω την ετερότητα όταν συμβεί ένα είδος σχέσης που με εξασφαλίζει γνώση που χωρίς αυτή την σχέση δεν μπορώ να την έχω. Αυτό το είδος της γνώσης ο Πλάτωνας ονόμασε ερωτική γνώση. […]
Αργότερα, κυρίως με την επεξεργασία της χριστιανικής παράδοσης, σ’ αυτή την ανακάλυψη της ετερότητας φωτίστηκε το στοιχείο της αυθυπέρβασης δηλαδή για να ανακαλύψω, να φτάσω σ’ αυτή την ετερότητα πρέπει να βγω από το εγώ μου, πρέπει να υπερβώ τις αντιστάσεις της θωράκισης του Εγώ, με άλλα λόγια τις ορμές της φύσης μου που τείνουν στην κατοχύρωση του Εγώ, του φυσικού ατόμου και των αναγκών του να ελευθερωθώ από αυτό για να μπορώ να δεχτώ τον άλλο σ’ αυτό που είναι. […]
Το κάλλος λοιπόν προϋποθέτει αυτή την ερωτική κλίση για την συνάντηση της προσωπικής ετερότητας του καλλιτέχνη. […] Εάν κάποιος ο οποίος είναι άγευστος τελείως της ζωγραφικής τέχνης και θα δει ένα πίνακα ζωγραφικής και του πούμε να ορίσει τι είναι αυτό που βλέπει, ο ορισμός που θα δώσει είναι πως αυτός ο πίνακας είναι ένα τελάρο, μουσαμάς και χρώματα, όμως ένας πίνακας ζωγραφικής για κάποιον καλλιεργημένο άνθρωπο, για κάποιον ανοιχτό στην αυθυπέρβαση και στην κλίση που του απευθύνει το κάλλος δεν είναι τελάρο, μουσαμάς και χρώματα, είναι η μοναδικότητα και η ανομοιότητα μιας προσωπικής δημιουργικής παρουσίας. […]

Η Τέχνη για τους Αρχαίους Έλληνες
Ύστερα από αυτή την μεγάλη εισαγωγή θα ήθελα να ξαναγυρίσω στους αρχαίους Έλληνες για να πω ότι αυτά όλα μπορεί να τα σπουδάσει κανείς στον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν τέχνη. Η τέχνη τους ήταν σαφώς μια γλώσσα για να πουν την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα μπορείς να την πεις περιγραφικά απλώς, να την φωτογραφίσεις θα λέγαμε σήμερα αλλά αυτό δεν ήταν το στοιχείο που ενδιέφερε τον Έλληνα καλλιτέχνη τουλάχιστον στην αρχαιότητα. Τον ενδιέφερε να πει την πραγματικότητα ως προς το νόημα της θα λέγαμε σήμερα, ως προς την αλήθεια της θα έλεγε ο αρχαίος Έλληνας. Αλήθεια από το α το στερητικό και το λήθη σημαίνει ως προς την μη απόκρυψη, ως προς την εμφάνεια, την φανέρωση. Την φανέρωση ποιου πράγματος; Του πραγματικά υπαρκτού.
Αυτό που ενδιέφερε τον Έλληνα ήταν ένα πάθος για την αλήθεια, δηλαδή αυτό το οποίο είναι πραγματικά υπαρκτό, όχι για το εφήμερο, όχι για το προσωρινό αλλά αυτό που μένει, αυτό που είναι αιώνιο, ακατάληπτο, αμετάβλητο. Και ποιο είναι αυτό; Είναι ο λόγος των πραγμάτων. Τι θα πει ο λόγος των πραγμάτων; Η ουσία των πραγμάτων! Δηλαδή εκείνα τα γνωρίσματα κάθε όντος τα οποία κάνουν αυτό το ον να μετέχει στην ύπαρξη. Όπως είπα πριν, εκείνα τα γνωρίσματα που κάθε γάτα να είναι μια γάτα, κάθε τριαντάφυλλο να είναι ένα τριαντάφυλλο. Αυτός είναι ο λόγος ο οποίος είναι αιώνιος, ακατάλυτος, αμετάβλητος. Οι επιμέρους γάτες, τα επιμέρους τριαντάφυλλα σήμερα είναι αύριο δεν είναι, φθείρονται, σαπίζουν, πεθαίνουν, χάνονται. Ο λόγος των πραγμάτων είναι αιώνιος, αμετάβλητος, ακατάβλητος. Επομένως θέλω να μιλήσω μια γλώσσα η οποία να λέει τον λόγο των πραγμάτων. Και αυτή είναι η γλώσσα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Επαναλαμβάνω, μια γλώσσα η οποία δεν ενδιαφέρεται να περιγράψει, να φωτογραφήσει, αλλά ενδιαφέρετε να πει το αιώνιο. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, στην γλυπτική ας πούμε, είναι πολύ χαρακτηριστικό, το έργο της τέχνης ήταν για τους Έλληνες άγαλμα. Η λέξη άγαλμα βγαίνει από το αγάλλομαι. Γιατί ήταν άγαλμα; Γιατί προκαλούσε την αγαλλίαση της θέας του όντος υπαρκτού.
Όταν βλέπετε για παράδειγμα ένα άγαλμα του Απόλλωνα, αυτό που παριστάνει το άγαλμα δεν είναι ένα ωραίο παλικάρι το οποίο κάθετε ο γλύπτης και φτιάχνει το αντίγραφο του. Ή αν θέλει να φτιάξει την Αφροδίτη, παίρνει και στήνει μια ωραία κοπέλα, αυτό δηλαδή που έκαναν οι καλλιτέχνες στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Ο αρχαίος Έλληνας αφαιρεί από κάθε ωραία κοπέλα ή από κάθε ωραίο άντρα όλα τα περιστατικά και περιστασιακά γνωρίσματα. Αφαιρεί όλα αυτά για να φτάσει σ’ αυτόν τον λόγο. Επομένως ο θεατής του αγάλματος να έχει την αγαλλίαση της θέας εκείνων των στοιχείων που είναι αθάνατα. Δεν πεθαίνουν, δεν φθείρονται, είναι το όντος υπαρκτό.
Αντίστοιχα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την αρχιτεκτονική […] όπου ο στόχος ήταν πάλι να αποτυπωθεί ο λόγος του όντος υπαρκτού δηλαδή η αρμονία εκείνων των σχέσεων που καθιστά το σύμπαν κόσμο, κόσμημα. Έλεγε κάποτε ο Πικιώνης, ένας πολύ μεγάλος αρχιτέκτονας της εποχής μας «πως να καταλάβουμε την μετόπη του Παρθενώνα σήμερα που καταστρέψαμε την μετόπη της Πεντέλης;» Ο Παρθενώνας λογοποιούσε τις σχέσεις του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής. Όταν αυτό το περιβάλλον χάσει τον λόγο του, την αρμονία των γραμμών του, τότε δεν μπορεί και να αποτυπωθεί. Ή η αποτύπωση του δεν λέει τίποτε πια στους σημερινούς ανθρώπους. Αντίστοιχα μπορεί κανείς να δει και στις άλλες εκφάνσεις της τέχνης, κυρίως δε στην τραγωδία.

Η Τέχνη για τους Βυζαντινούς
Αλλά για να δώσω μια πιο ολοκληρωμένη, έστω τηλεγραφική εικόνα της ελληνικότητας στην τέχνη, στην τέχνη δηλαδή ως γλώσσα για να πει το άρρητο, το όντος υπαρκτό. Αυτό συνεχίζετε στην ελληνική παράδοση, συνεχίζετε και στον εκχριστιανισμένο ελληνισμό. Βέβαια αλλάζει πια η εμπειρία για το τι είναι όντος υπαρκτό. Για τον αρχαίο Έλληνα είναι η λογικότητα που διέπει τα πάντα, τις μορφές, τις διαμορφώσεις, τις σχέσεις των υπαρκτών και δημιουργεί από το σύμπαν ένα κόσμο, ένα κόσμημα. Αλλά αυτός ο λόγος είναι δεδομένος γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπερβεί αυτή την λογικότητα ούτε θεός ούτε άνθρωπος. […] γι’ αυτό και το καίριο πρόβλημα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της ελευθερίας ή της αναγκαιότητας στο υπαρκτικό γεγονός.
Σ’ αυτό το ερώτημα ήρθε να απαντήσει η χριστιανική εμπειρία και τώρα πια το όντος υπαρκτό δεν είναι μια απρόσωπη λογικότητα αλλά το πρόσωπο του λόγου, είναι ένα θεός με προσωπική ύπαρξη. Τι θα πει προσωπική; Θα πει με δυνατότητα σχέσης, κοινωνίας της ύπαρξης. Ολόκληρη η χριστιανική αποκάλυψη όπως την λέμε συχνά, συνοψίζετε σε τρεις λέξεις: Πατήρ, Υιός, Πνεύμα. Αυτές οι λέξεις σημαίνουν οντότητες οι οποίες δεν υπάρχουν ως ατομικότητα όπως ξέρουμε το φυσικό άτομο, υπάρχουν ως προς, υπάρχουν ως αναφορά, ως σχέση, ως αγάπη. Υπάρχουν ως αγάπη, όχι είναι και επιπλέον έχουν αγάπη. Δεν είναι ηθικό ιδίωμα του Θεού η αγάπη. Είναι ο τρόπος της ύπαρξης Του.
Επομένως η κοινωνία των σχέσεων είναι ο τρόπος της όντος υπάρξεως. Η κοινωνία των σχέσεων ως κοινωνία αγάπης. Ο μόνος ορισμός του Θεού που έχουμε μέσα στην χριστιανική παράδοση είναι πως ο Θεός αγάπη εστί. Αυτό ποια είναι το όντος υπαρκτό. Αυτό που δεν πεθαίνει ποτέ είναι η ύπαρξη ως σχέση, η ύπαρξη ως αγάπη, η ύπαρξη ως αλληλοπεριχώρηση, ως κοινωνία.
Αυτό πρέπει να αποτυπωθεί στην τέχνη και εδώ έχουμε πια ένα καινούργιο άλμα συναρπαστικής εκφραστικής το οποίο θα τολμούσα να πω […] δεν διαφοροποιείτε πραγματικά από την παράδοση της αρχαιοελληνικής τέχνης γιατί το ζητούμενο είναι πάλι το ίδιο, έχει αλλάξει ο στόχος αλλά οι τρόποι της εκφραστικής είναι ίδιοι, είναι η αφαίρεση. Τώρα ποια να αφαιρεθούν όχι απλώς τα περιστατικά και περιστασιακά γνωρίσματα της φυσικής ατομικότητας, αλλά να αφαιρεθούν εκείνα τα στοιχεία της φυσικής ατομικότητας που θα με περιόριζαν στο να εκλάβω το εικονιζόμενο απλώς ως ένα ατομικό αντικείμενο. Όχι! Το ζητούμενο στην εκκλησιαστική ζωγραφική, στην λεγόμενη πια σήμερα βυζαντινή αγιογραφία, είναι να διαβαίνει ο θεατής της εικόνας επί το πρωτότυπον, δηλαδή να ιδρύεται μια σχέση.
Βλέπω μια εικόνα, όχι για να συγκινηθώ ατομικά ή να διδαχθώ… τίποτε από αυτά. Βλέπω μια εικόνα επειδή με καλεί να πραγματοποιήσω σχέση με το εικονιζόμενο και ταυτόχρονα μας καλεί όλους μαζί να λειτουργήσουμε στην κοινωνία της σχέσης με το συγκεκριμένο πρόσωπο ή γεγονός. […]
Νομίζω πως και στις δυο αυτές παραδόσεις -μάλλον σ’ αυτή την ενιαία παράδοση στις δυο της φάσεις- στόχος είναι να πουν το πραγματικό και υπαρκτό όχι ως φαινόμενο αλλά στην πραγματικότητα του, δηλαδή στο στοιχείο του εκείνο που είναι ακατάλυτο από τον χρόνο.

Related Posts

Tags

Share This